τσαγκαροδευτέρα

τσαγκαροδευτέρα
η, Ν
1. αργία κατά την ημέρα τής Δευτέρας την οποία τηρούσαν παλαιότερα οι τσαγκάρηδες
2. ειρων. εργάσιμη ημέρα την οποία μεταβάλλει κανείς σε αργία από τεμπελιά («σήμερα είναι τσαγκαροδευτέρα, δεν δουλεύουμε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσαγκάρης + Δευτέρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Τσαγκαροδευτέρα — η 1.η καθιερωμένη αργία των τσαγκάρηδων κάθε Δευτέρα. 2. εργάσιμη ημέρα που δε δουλεύει κάποιος από τεμπελιά: Σήμερα δε δουλεύω, έχω Τσαγκαροδευτέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”